- τήξη
- Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για την πιστοποίηση ουσιών που έχουν τον ίδιο γενικό τύπο με άλλες.
Το σημείο τ. είναι σαφώς καθορισμένο για όλες τις ανισότροπες ουσίες και έτσι μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Οι ισότροπες ουσίες, όπως π.χ. τα άμορφα προϊόντα, δεν παρουσιάζουν απότομη μετάβαση από τη στερεή στην υγρή κατάσταση, αλλά με ενδιάμεσα στάδια ρευστότητας.
Η πίεση έχει ασθενή επίδραση στο σημείο τ., το υψώνει ή το χαμηλώνει ανάλογα αν η τ. συνοδεύεται από ελάττωση ή αύξηση του όγκου.
Η ποσότητα της θερμότητας που απαιτείται για να τακεί ένα γραμμάριο μιας ουσίας ονομάζεται λανθάνουσα θερμότητα τήξης. Κατά τη δεκαετία 1960-70 επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν συσκευές ανάλυσης, που διαχωρίζουν και καθορίζουν πολλές οργανικές ουσίες με την κλασματική τήξη.
* * *η / τῆξις, -ήξεως, ΝΜΑ [τήκω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τήκω, λειώσιμονεοελλ.1. (φυσ.-χημ.-μεταλργ.) φαινόμενο που συνίσταται στη μετάβαση ενός σώματος από τη στερεά στην υγρά κατάσταση2. φρ. α) «σημείο τήξης» — η θερμοκρασία στην οποία συνυπάρχουν σε ισορροπία η στερεά και η υγρά κατάσταση μιας καθαρής ουσίαςβ) «λανθάνουσα θερμότητα τήξης» — η ποσότητα τής θερμότητας που πρέπει να παρασχεθεί στη μονάδα τής μάζας ενός σώματος, προκειμένου αυτό να τακεί υπό σταθερή θερμοκρασία και πίεσηγ) «ζώνη τήξης»χημ. η περιοχή θερμοκρασιών στην οποία εκδηλώνεται στα πολυμερή μια μετάπτωση από τη στερεά στην υγρά κατάσταση όταν αυξάνεται προοδευτικά η θερμοκρασία τουςδ) «τήξη σπορίων [ή φυταρίων]»(φυτοπαθ.) φυτονόσος που προκαλεί την, σχεδόν πάντα ολοκληρωτική, καταστροφή νεαρών φυταρίων και οφείλεται σε διάφορα είδη μυκήτωνε) «προφυτρωτική τήξη»(φυτοπαθ.). τήξη σπορίων κατά την οποία σαπίζουν οι σπόροι που μόλις έχουν εκβλαστήσει και το αρτίβλαστο καταστρέφεται προτού φθάσει στην επιφάνεια τού εδάφους, τήξη που γίνεται αντιληπτή από τα αφύτρωτα διαστήματα στις γραμμές σποράςστ) «μεταφυτρωτική τήξη»(φυτοπ.) τήξη σπορίων κατά την οποία τα αρτίβλαστα αμέσως μετά το φύτρωμα μαραίνονται, σωριάζονται, πεθαίνουν και στη συνέχεια σαπίζουναρχ.1. ελάττωση, μείωση2. (για τροφές) διάλυση, χώνεμα3. (κατά τον Ησύχ.) «τῆξιςφθίσις, νόσος παρὰ τὸ τήκεσθαι».
Dictionary of Greek. 2013.